γάποτος

γάποτος
γάποτος [ᾱ], ον,
A to be drunk up by Earth, γ. χύσις, γ. χοαί, γ. τιμαί, of libations, A.Ch.97,164, Pers.621.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γάποτος — γάποτος, ον (Α) αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» οι νεκρικές χοές). [ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + ποτος < πίνω] …   Dictionary of Greek

  • γάποτον — γά̱ποτον , γάποτος to be drunk up by Earth masc/fem acc sg γά̱ποτον , γάποτος to be drunk up by Earth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήποτος — και γάποτος, ον (Α) αυτός που απορροφάται ή απορροφήθηκε από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + ποτος < ποτός < πίνω] …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γαπότους — γᾱπότους , γάποτος to be drunk up by Earth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”